ύδνο

ύδνο
το / ὕδνον, ΝΑ
μανιτάρι, γένος βασιδιομυκήτων, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, που ανήκει στην τάξη πολυπορώδη τής κλάσης υμενομύκητες και τού οποίου τα περισσότερα είδη είναι εδώδιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχουν διατυπωθεί από τους μελετητές διάφορες απόψεις για σύνδεση τής ονομασίας τού φυτού αυτού, όπως με τη λ. ὕδωρ μέσω μιας σημ. «χυμώδης» ή με το ρ. ὕει «βρέχει» (βλ. ὕω) μέσω μιας ερμηνείας «φυτό που φυτρώνει με τη βροχή», ενώ άλλοι θεωρούν τη λ. σύνθ. από τη λ. ὗς «χοίρος» και έναν αμάρτυρο τ. *ἔδνον (< ρίζα εδ- «τρώω» τών ἔδω, ἐσθίω). Η τελευταία αυτή άποψη στηρίζεται στην παρουσία ανάλογα σχηματισμένων ονομάτων φυτών σε άλλες γλώσσες: αγγλ. sowbread (< sow «θηλυκός χοίρος» + bread «ψωμί»), γερμ. Saubrot (< Sau «θηλυκός χοίρος» + Brot «ψωμί»). Ως σύγχρονος επιστημ. όρος, η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. Hydnum].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υδνοσφράντης — ὁ, Α 1. αυτός που οσφραίνεται το ύδνο 2. προσωνυμία ατόμου που ζει εις βάρος άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδνον + οσφράντης (< ὀσφραίνομαι), πρβλ. καπν οσφράντης, κωνωπ οσφράντης] …   Dictionary of Greek

  • βασιδιομύκητες — (basidiomycota). Υποδιαίρεση μυκήτων (μανιταριών), που περιλαμβάνει 460 γένη και 25.000 είδη, διαδεδομένα σε όλες τις χερσαίες περιοχές της Γης, ακόμα και στις πολικές. Σε υδρόβιο περιβάλλον έχουν βρεθεί μόνο δύο είδη. Οι β. έχουν μεγάλη ποικιλία …   Dictionary of Greek

  • τρούφα — η (λ. γαλλ.) 1. είδος λάχανου, ύδνο, χοιρόχορτο. 2. γλύκισμα σοκολάτας σε σχήμα ύδνου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”